παρόμοιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρόμοιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρόμοιος
Επίθετο
επεξεργασίαπαρόμοιος, -α, -ο
- που μοιάζει αρκετά, αρκετά όμοιος
- ⮡ Τι ωραία μπλούζα! Έχω κι εγώ μια παρόμοια
- ≈ συνώνυμα: παρεμφερής
Συγγενικά
επεξεργασία- αξιοπαρόμοιαστος
- απαρομοίαστος / απαρόμοιαστος
- παρόμοια
- παρομοιάζω
- παρομοιαστικός
- παρομοίως
- παρομοίωση
- → δείτε τις λέξεις παρά και όμοιος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό & θηλυκό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | παρόμοιος | ἡ | παρομοίᾱ & παρομοίη |
τὸ | παρόμοιον |
γενική | τοῦ/τῆς | παρομοίου | τῆς | παρομοίᾱς & παρομοίης |
τοῦ | παρομοίου |
δοτική | τῷ/τῇ | παρομοίῳ | τῇ | παρομοίᾳ & παρομοίῃ |
τῷ | παρομοίῳ |
αιτιατική | τὸν/τὴν | παρόμοιον | τὴν | παρομοίᾱν & παρομοίην |
τὸ | παρόμοιον |
κλητική ὦ! | παρόμοιε | παρομοίᾱ & παρομοίη |
παρόμοιον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | παρόμοιοι | αἱ | παρόμοιαι | τὰ | παρόμοιᾰ |
γενική | τῶν | παρομοίων | τῶν | παρομοίων | τῶν | παρομοίων |
δοτική | τοῖς/ταῖς | παρομοίοις | ταῖς | παρομοίαις | τοῖς | παρομοίοις |
αιτιατική | τοὺς/τὰς | παρομοίους | τὰς | παρομοίᾱς | τὰ | παρόμοιᾰ |
κλητική ὦ! | παρόμοιοι | παρόμοιαι | παρόμοιᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρομοίω | τὼ | παρομοίᾱ | τὼ | παρομοίω |
γεν-δοτ | τοῖν | παρομοίοιν | τοῖν | παρομοίαιν | τοῖν | παρομοίοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος. Το θηλυκό με -η, στον Ηρόδοτο. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ἐγκύκλιος' όπως «ἐγκύκλιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαρόμοιος, -ος/-α, -ον (το θηλυκό στον Ηρόδοτο, και -η)
Συγγενικά
επεξεργασία- παρομοιόω
- παρομοίωσις
- → δείτε τη λέξη ὅμοιος
Πηγές
επεξεργασία- παρόμοιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παρόμοιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.