similar
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | similar |
συγκριτικός | more similar |
υπερθετικός | most similar |
Επίθετο
επεξεργασίαsimilar (en)
- όμοιος, παρόμοιος, που έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με κάποιον άλλο αλλά όχι ακριβώς τα ίδια
- ⮡ The two pictures are very similar.
- Οι δυο πίνακες είναι πολύ όμοιοι.
- ⮡ It’s similar to gold in color.
- Είναι όμοιο με το χρυσάφι στο χρώμα.
- ⮡ We have similar tastes in music.
- Έχουμε όμοια/παρόμοια γούστα στη μουσική.
- ⮡ Gold is similar to bronze in color.
- Ο χρυσός είναι παρόμοιος με τον μπρούντζο στο χρώμα.
- ≈ συνώνυμα: alike, comparable και same
- ⮡ The two pictures are very similar.
- (μαθηματικά) όμοιος (για τρίγωνα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- similar - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 623-624. ISBN 9780194325684., λήμμα: όμοιος
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαsimilar (ro)