παραθετικά
θετικός similarly
συγκριτικός more similarly
υπερθετικός most similarly

  Ετυμολογία

επεξεργασία
similarly < similar + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

similarly (en)

  • παρόμοια, σύμφωνα, σχεδόν με τον ίδιο τρόπο
    ⮡  He expressed himself/acted somewhat similarly.
    Εκφράστηκε/ενήργησε κάπως παρόμοια.
    ⮡  ”Το ίδιος” declines similarly to the adjective “τίμιος, -α, -ο”.
    «Το ίδιος» κλίνεται σύμφωνα με το επίθετο «τίμιος, -α, -ο».
     συνώνυμα:  analogous, likewise και in kind