analogous
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | analogous |
συγκριτικός | more analogous |
υπερθετικός | most analogous |
Επίθετο
επεξεργασία- ανάλογος, σύμφωνα, παρόμοιο κατά κάποιο τρόπο με άλλο πράγμα ή κατάσταση και επομένως μπορεί να συγκριθεί με αυτό
- ↪ What will you do if you find yourself in a situation analogous to mine?
- Τι θα κάνεις αν βρεθείς σε μια ανάλογη με τη δική μου κατάσταση;
- ↪ ”Το ίδιος” declines analogous to the adjective “τίμιος, -α, -ο”.
- «Το ίδιος» κλίνεται σύμφωνα με το επίθετο «τίμιος, -α, -ο».
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη similarly
- ↪ What will you do if you find yourself in a situation analogous to mine?