αξιοπαρόμοιαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αξιοπαρόμοιαστος < άξιος + -ο- + παρομοιάζω + -τος
Επίθετο
επεξεργασία
αξιοπαρόμοιαστος
- (λόγιο) που αξίζει να τον παρομοιάσει κάποιος
- ※ Λοιπόν είναι αξιοπαρόμοιαστοι με τους ανθρώπους, οι οποίοι για να ζήσουν πουλούν φαρμάκι. (Διονύσιος Σολωμός, Διάλογος)
Πηγές
επεξεργασία
- αξιοπαρόμοιαστος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αξιοπαρόμοιαστος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αξιοπαρόμοιαστος