Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξιοπαρόμοιαστος η αξιοπαρόμοιαστη το αξιοπαρόμοιαστο
      γενική του αξιοπαρόμοιαστου της αξιοπαρόμοιαστης του αξιοπαρόμοιαστου
    αιτιατική τον αξιοπαρόμοιαστο την αξιοπαρόμοιαστη το αξιοπαρόμοιαστο
     κλητική αξιοπαρόμοιαστε αξιοπαρόμοιαστη αξιοπαρόμοιαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξιοπαρόμοιαστοι οι αξιοπαρόμοιαστες τα αξιοπαρόμοιαστα
      γενική των αξιοπαρόμοιαστων των αξιοπαρόμοιαστων των αξιοπαρόμοιαστων
    αιτιατική τους αξιοπαρόμοιαστους τις αξιοπαρόμοιαστες τα αξιοπαρόμοιαστα
     κλητική αξιοπαρόμοιαστοι αξιοπαρόμοιαστες αξιοπαρόμοιαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αξιοπαρόμοιαστος < άξιος + -ο- + παρομοιάζω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αξιοπαρόμοιαστος

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία