↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υποχείριο τα υποχείρια
      γενική του υποχείριου των υποχείριων
    αιτιατική το υποχείριο τα υποχείρια
     κλητική υποχείριο υποχείρια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υποχείριο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου υποχείριος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υποχείριο ουδέτερο

  • ο άνθρωπος που εκτελεί τυφλά τις εντολές και οδηγίες κάποιου άλλου, που είναι άβουλο όργανο κάποιου άλλου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία