Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νευρόσπασμα τα νευροσπάσματα
      γενική του νευροσπάσματος των νευροσπασμάτων
    αιτιατική το νευρόσπασμα τα νευροσπάσματα
     κλητική νευρόσπασμα νευροσπάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νευρόσπασμα < ελληνιστική κοινή νευρόσπασμα[1] [2] < αρχαία ελληνική νευρόσπαστος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νευρόσπασμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. νευρόσπασμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. νευρόσπασμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.