μαριονετίστας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαριονετίστας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαριονετίστας ουδέτερο
- (επάγγελμα) αυτός που χειρίζεται κούκλες, που παίζει σε κουκλοθέατρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαριονετίστας