κουκλοπαίχτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουκλοπαίχτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουκλοπαίχτης αρσενικό
- (επάγγελμα) εκείνος που παίζει σε κουκλοθέατρο, ο κινών τις μαριονέτες
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- κουκλόπανο: τα ρούχα μιας κούκλας
- κουκλί: η μικρή κούκλα
- κουκλίτσα
- κουκλίστικος
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουκλοπαίχτης