Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κούκλος < αρσενικό του κούκλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κούκλος αρσενικό

  1. (σπάνιο) κούκλα με μορφή αρσενικού
  2. πολύ όμορφος

  Μεταφράσεις επεξεργασία