beau
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | beau | beaux |
θηλυκό | belle | belles |
beau (fr) και bel (μπροστά από φωνήεν, άφωνο h, μερικές εκφράσεις)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbeau (fr)
- το ωραίο
Επίρρημα
επεξεργασίαbeau (fr)
- μάταια
- j'ai beau le lui dire, il fait la sourde oreille - του το λέω μάταια, κάνει πως δεν ακούει