bellus
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bellus < παλαιά λατινική *duenelos, υποκοριστικό του duonus (καλός) < πρωτοϊταλική *dwe-nos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dewh₂-
Επίθετο
επεξεργασίαbellus (la)
Κλίση
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | bellus | bella | bellum | bellī | bellae | bella |
γενική | bellī | bellae | bellī | bellōrum | bellārum | bellōrum |
δοτική | bellō | bellae | bellō | bellīs | bellīs | bellīs |
αιτιατική | bellum | bellam | bellum | bellōs | bellās | bella |
κλητική | belle | bella | bellum | bellī | bellae | bella |
αφαιρετική | bellō | bellā | bellō | bellīs | bellīs | bellīs |
Πηγές
επεξεργασία- bellus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.