Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /po.niˈɾe.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐νη‐ρεύ‐ο‐μαι

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πονηρεύομαι, π.αόρ.: πονηρεύτηκα, μτχ.π.π.: πονηρεμένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πονηρεύομαι < πονηρός

  Ρήμα επεξεργασία

πονηρεύομαι (χωρίς ενεργητική φωνή)

  1. είμαι σε κακή κατάσταση, κάτι δεν πάει καλά
    πονηρευόμενα ἕλκη  : πληγές που κακοφορμίζουν
  2. συμπεριφέρομαι δόλια, απατηλά, εξαπατώ, συχνά και για σοβαρότερο δόλο, βάζω κακή σκέψη στο μυαλό μου, θέλω να βλάψω κάποιον, να τον σκοτώσω

  Πηγές επεξεργασία