πονηρεύομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /po.niˈɾe.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐νη‐ρεύ‐ο‐μαι
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
πονηρεύομαι, π.αόρ.: πονηρεύτηκα, μτχ.π.π.: πονηρεμένος
- παθητική φωνή του ρήματος πονηρεύω
- σημασίες όπως στο πονηρεύω
- γίνομαι καχύποπτος, υποψιάζομαι, μου μπαίνουν σκέψεις στο μυαλό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πονηρεύομαι < πονηρός
Ρήμα επεξεργασία
πονηρεύομαι (χωρίς ενεργητική φωνή)
- είμαι σε κακή κατάσταση, κάτι δεν πάει καλά
- ↪ πονηρευόμενα ἕλκη : πληγές που κακοφορμίζουν
- συμπεριφέρομαι δόλια, απατηλά, εξαπατώ, συχνά και για σοβαρότερο δόλο, βάζω κακή σκέψη στο μυαλό μου, θέλω να βλάψω κάποιον, να τον σκοτώσω
Πηγές επεξεργασία
- πονηρεύομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πονηρεύομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.