πονηρεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πονηρεύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πονηρεύομαι (έχω κακή συμπεριφορά) σε ενεργητικό τύπο [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /po.niˈɾe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐νη‐ρεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαπονηρεύω, αόρ.: πονήρεψα, παθ.φωνή: πονηρεύομαι, π.αόρ.: πονηρεύτηκα, μτχ.π.π.: πονηρεμένος
- (μεταβατικό) δημιουργώ υποψίες σε κάποιον, τον κάνω να σκέφτεται πονηρά
- γίνομαι πονηρός, σκέφτομαι χωρίς αφέλεια
- αντιλαμβάνομαι τη σεξουαλικότητά μου
- (στην παθητική φωνή) → δείτε τη λέξη πονηρεύομαι γίνομαι καχύποπτος
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πονηρός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πονηρεύω | πονήρευα | θα πονηρεύω | να πονηρεύω | πονηρεύοντας | |
β' ενικ. | πονηρεύεις | πονήρευες | θα πονηρεύεις | να πονηρεύεις | πονήρευε | |
γ' ενικ. | πονηρεύει | πονήρευε | θα πονηρεύει | να πονηρεύει | ||
α' πληθ. | πονηρεύουμε | πονηρεύαμε | θα πονηρεύουμε | να πονηρεύουμε | ||
β' πληθ. | πονηρεύετε | πονηρεύατε | θα πονηρεύετε | να πονηρεύετε | πονηρεύετε | |
γ' πληθ. | πονηρεύουν(ε) | πονήρευαν πονηρεύαν(ε) |
θα πονηρεύουν(ε) | να πονηρεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πονήρεψα | θα πονηρέψω | να πονηρέψω | πονηρέψει | ||
β' ενικ. | πονήρεψες | θα πονηρέψεις | να πονηρέψεις | πονήρεψε | ||
γ' ενικ. | πονήρεψε | θα πονηρέψει | να πονηρέψει | |||
α' πληθ. | πονηρέψαμε | θα πονηρέψουμε | να πονηρέψουμε | |||
β' πληθ. | πονηρέψατε | θα πονηρέψετε | να πονηρέψετε | πονηρέψτε | ||
γ' πληθ. | πονήρεψαν πονηρέψαν(ε) |
θα πονηρέψουν(ε) | να πονηρέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πονηρέψει | είχα πονηρέψει | θα έχω πονηρέψει | να έχω πονηρέψει | ||
β' ενικ. | έχεις πονηρέψει | είχες πονηρέψει | θα έχεις πονηρέψει | να έχεις πονηρέψει | ||
γ' ενικ. | έχει πονηρέψει | είχε πονηρέψει | θα έχει πονηρέψει | να έχει πονηρέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε πονηρέψει | είχαμε πονηρέψει | θα έχουμε πονηρέψει | να έχουμε πονηρέψει | ||
β' πληθ. | έχετε πονηρέψει | είχατε πονηρέψει | θα έχετε πονηρέψει | να έχετε πονηρέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν πονηρέψει | είχαν πονηρέψει | θα έχουν πονηρέψει | να έχουν πονηρέψει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πονηρεύομαι | πονηρευόμουν(α) | θα πονηρεύομαι | να πονηρεύομαι | ||
β' ενικ. | πονηρεύεσαι | πονηρευόσουν(α) | θα πονηρεύεσαι | να πονηρεύεσαι | ||
γ' ενικ. | πονηρεύεται | πονηρευόταν(ε) | θα πονηρεύεται | να πονηρεύεται | ||
α' πληθ. | πονηρευόμαστε | πονηρευόμαστε πονηρευόμασταν |
θα πονηρευόμαστε | να πονηρευόμαστε | ||
β' πληθ. | πονηρεύεστε | πονηρευόσαστε πονηρευόσασταν |
θα πονηρεύεστε | να πονηρεύεστε | (πονηρεύεστε) | |
γ' πληθ. | πονηρεύονται | πονηρεύονταν πονηρευόντουσαν |
θα πονηρεύονται | να πονηρεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πονηρεύτηκα | θα πονηρευτώ | να πονηρευτώ | πονηρευτεί | ||
β' ενικ. | πονηρεύτηκες | θα πονηρευτείς | να πονηρευτείς | πονηρέψου | ||
γ' ενικ. | πονηρεύτηκε | θα πονηρευτεί | να πονηρευτεί | |||
α' πληθ. | πονηρευτήκαμε | θα πονηρευτούμε | να πονηρευτούμε | |||
β' πληθ. | πονηρευτήκατε | θα πονηρευτείτε | να πονηρευτείτε | πονηρευτείτε | ||
γ' πληθ. | πονηρεύτηκαν πονηρευτήκαν(ε) |
θα πονηρευτούν(ε) | να πονηρευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πονηρευτεί | είχα πονηρευτεί | θα έχω πονηρευτεί | να έχω πονηρευτεί | πονηρεμένος | |
β' ενικ. | έχεις πονηρευτεί | είχες πονηρευτεί | θα έχεις πονηρευτεί | να έχεις πονηρευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει πονηρευτεί | είχε πονηρευτεί | θα έχει πονηρευτεί | να έχει πονηρευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πονηρευτεί | είχαμε πονηρευτεί | θα έχουμε πονηρευτεί | να έχουμε πονηρευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε πονηρευτεί | είχατε πονηρευτεί | θα έχετε πονηρευτεί | να έχετε πονηρευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πονηρευτεί | είχαν πονηρευτεί | θα έχουν πονηρευτεί | να έχουν πονηρευτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι πονηρεμένος - είμαστε, είστε, είναι πονηρεμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν πονηρεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν πονηρεμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι πονηρεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι πονηρεμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι πονηρεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι πονηρεμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία πονηρεύω
|
- ↑ πονηρεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας