σεξουαλικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σεξουαλικότητα < σεξουαλικ(ός) + -ότης > -ότητα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sexualité[1] [2] ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική sexuality[1])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /se.ksu.a.liˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σε‐ξου‐α‐λι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασεξουαλικότητα θηλυκό
- το σεξουαλικό ένστικτο και η εκδήλωσή του για κάθε άτομο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σεξ
Μεταφράσεις
επεξεργασία σεξουαλικότητα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 σεξουαλικότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ σεξουαλικότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας