Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σεξουαλικότητα
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
Η σελίδα αυτή χρειάζεται επέκταση. Βοηθήστε το Βικιλεξικό
επεκτείνοντάς την
!
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
σεξουαλικότητ
α
οι
σεξουαλικότητ
ες
γενική
της
σεξουαλικότητ
ας
των
σεξουαλικοτήτ
ων
αιτιατική
τη
σεξουαλικότητ
α
τις
σεξουαλικότητ
ες
κλητική
σεξουαλικότητ
α
σεξουαλικότητ
ες
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
σεξουαλικότητα
<
→ λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
σεξουαλικότητα
θηλυκό
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
σεξουαλικότητα
αγγλικά
:
sexuality
(en)
βασκικά
:
sexualitate
(eu)
γαλλικά
:
sexualité
(fr)
γερμανικά
:
Sexualität
(de)
ισπανικά
:
sexualidad
(es)
ιταλικά
:
sessualità
(it)
καταλανικά
:
sexualitat
(ca)
λατινικά
:
sexualitas
(la)
λιθουανικά
:
lytiškumas
(lt)
,
seksualumas
(lt)
ουγγρικά
:
szexualitás
(hu)
πορτογαλικά
:
sexualidade
(pt)
ρουμανικά
:
sexualitate
(ro)
ρωσικά
:
сексуальность
(ru)
τουρκικά
:
cinsellik
(tr)