↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σεξουαλισμός οι σεξουαλισμοί
      γενική του σεξουαλισμού των σεξουαλισμών
    αιτιατική τον σεξουαλισμό τους σεξουαλισμούς
     κλητική σεξουαλισμέ σεξουαλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σεξουαλισμός < αγγλική sexualism[1] < sexual < λατινική sexualis < sexus

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σεξουαλισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σεξουαλισμόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)