ενικός         πληθυντικός  
nœud nœuds

  Ετυμολογία

επεξεργασία
nœud < παλαιά γαλλική neu < λατινική nodus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : //
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

nœud (fr) αρσενικό

  1. ο κόμβος
  2. ο κόμπος
  3. ο φιόγκος
  4. η θηλιά

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία