φιόγκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φιόγκος | οι | φιόγκοι |
γενική | του | φιόγκου | των | φιόγκων |
αιτιατική | τον | φιόγκο | τους | φιόγκους |
κλητική | φιόγκε | φιόγκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φιόγκος < (άμεσο δάνειο) ιταλική fiocco
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφιόγκος αρσενικό
- τρόπος δεσίματος κορδέλλας, σπάγκου, κορδονιού κ.λπ. με διπλή θηλιά κι εύκολο λύσιμο, σε σχήμα πεταλούδας
- (συνεκδοχικά) κορδέλλα, σπάγκος, κορδόνι κ.λπ. δεμένο με διπλή θηλιά σε σχήμα πεταλούδας
- (συνεκδοχικά) το παπιγιόν με
- (μεταφορικά) ο τζιτζιφιόγκος