↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ποδόδεσμος οι ποδόδεσμοι
      γενική του ποδόδεσμου των ποδόδεσμων
    αιτιατική τον ποδόδεσμο τους ποδόδεσμους
     κλητική ποδόδεσμε ποδόδεσμοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ποδόδεσμος, ήδη από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν [1] < Μορφολογικά αναλύεται σε ποδό- + δεσμός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /poˈðo.ðe.zmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐δό‐δε‐σμος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ποδόδεσμος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πόδι στη ναυτική σημασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 19 - Λεωνίδας Παλάσκας, Αλέξανδρος Κουμελάς, Φίλιππος Ιωάννου, Ονοματολόγιον ναυτικόν. Εν Αθήναις: Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1884 [Εισαγωγή, υπογεγραμμένη το 1858] @anemi