πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διάμετρος οι διάμετροι (διάμετρες)
      γενική της διαμέτρου των διαμέτρων
    αιτιατική τη διάμετρο τις διαμέτρους (διάμετρες)
     κλητική διάμετρε (διάμετρο) διάμετροι (διάμετρες)
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
παράσταση διαμέτρου σε κύκλο

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διάμετρος θηλυκό

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία