Ετυμολογία

επεξεργασία
ποδότης < μεσαιωνική ελληνική ἀποδότης[1] < αρχαία ελληνική ἀποδίδωμι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ποδότης αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ποδοτητ-
ονομαστική ποδότης αἱ ποδότητες
      γενική τῆς ποδότητος τῶν ποδοτήτων
      δοτική τῇ ποδότητ ταῖς ποδότησ(ν)
    αιτιατική τὴν ποδότητ τὰς ποδότητᾰς
     κλητική ! ποδότης ποδότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ποδότητε
γεν-δοτ τοῖν  ποδοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ποδότης < πούς + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ποδότης θηλυκό

  1. ἀποδότης - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)