ποδότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ποδότης < μεσαιωνική ελληνική ἀποδότης[1] < αρχαία ελληνική ἀποδίδωμι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαποδότης αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ποδότης
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ποδοτητ- | |||||
ονομαστική | ἡ | ποδότης | αἱ | ποδότητες | |
γενική | τῆς | ποδότητος | τῶν | ποδοτήτων | |
δοτική | τῇ | ποδότητῐ | ταῖς | ποδότησῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | ποδότητᾰ | τὰς | ποδότητᾰς | |
κλητική ὦ! | ποδότης | ποδότητες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ποδότητε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ποδοτήτοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαποδότης θηλυκό
- το να έχεις πόδια
Πηγές
επεξεργασία- ποδότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ ἀποδότης - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)