λοστρόμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λοστρόμος < (άμεσο δάνειο) ιταλική nostromo + -ς με ανομοίωση των ρινικών συμφώνων [n]..[m] > [l]...[m][1] ή (άμεσο δάνειο) ισπανική nostramo < nuestro (δικός μας) + amo (αφέντης, κύριος)[2] [3]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλοστρόμος αρσενικό
- (επάγγελμα) ο επικεφαλής του κατώτερου πληρώματος ενός πλοίου, αυτός που επιβλέπει όλες τις απαραίτητες εργασίες
- ※ Στην πλώρη ήταν ήδη ο λοστρόμος και προσπαθούσε να βάλει μπροστά ένα μηχάνημα. (Αντώνης Σουρούνης (1983) Το τέλος της πρώτης μέρας [διήγημα])
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- λοστρόμος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία λοστρόμος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ λοστρόμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.