λοστρόμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λοστρόμος αρσενικό
- (επάγγελμα) ο επικεφαλής του κατώτερου πληρώματος ενός πλοίου, αυτός που επιβλέπει όλες τις απαραίτητες εργασίες
- ※ Στην πλώρη ήταν ήδη ο λοστρόμος και προσπαθούσε να βάλει μπροστά ένα μηχάνημα. (Αντώνης Σουρούνης (1983) Το τέλος της πρώτης μέρας [διήγημα])
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
λοστρόμος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ λοστρόμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.