ενικός         πληθυντικός  
boutonnière boutonnières

  Ετυμολογία

επεξεργασία
boutonnière < bouton + -ière

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bu.tɔ.njɛʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

boutonnière (fr) θηλυκό

  1. (ραπτική) κουμπότρυπα
  2. (ραπτική, ειδικότερα) μπουτονιέρα
  3. (ιατρική) η τομή στη χειρουργική