boutonnière
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
boutonnière | boutonnières |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /bu.tɔ.njɛʁ/
Ουσιαστικό επεξεργασία
boutonnière (fr) θηλυκό
- (ραπτική) κουμπότρυπα
- (ραπτική, ειδικότερα) μπουτονιέρα
- (ιατρική) η τομή στη χειρουργική