μπουτονιέρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπουτονιέρα | οι | μπουτονιέρες |
γενική | της | μπουτονιέρας | — | |
αιτιατική | την | μπουτονιέρα | τις | μπουτονιέρες |
κλητική | μπουτονιέρα | μπουτονιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπουτονιέρα < είτε άμεσο δάνειο από την ιταλική bottoniera με τροπή [u] > [o],[1] είτε[2] από τη γαλλική boutonnière < bouton (κουμπί) + n + -ière (-ιέρα).
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /bu.toˈɲe.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπου‐το‐νιέ‐ρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπουτονιέρα θηλυκό
- κουμπότρυπα στην οποία βάζουν λουλούδι ή κόσμημα στο πέτο (συνήθως το αριστερό) σακακιού ή άλλου ρούχου
- (ειδικότερα) το ίδιο το λουλούδι ή το κόσμημα
- συσκευή έξω από την εξώπορτα που περιλαμβάνει το όνομα του ιδιοκτήτη, το κουδούνι, το θυρομεγάφωνο και ενίοτε θυροτηλεόραση
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπουτονιέρα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μπουτονιέρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.