καθάπτομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθάπτομαι < αρχαία ελληνική καθάπτομαι, παθητική φωνή του ρήματος καθάπτω < καθ- + ἅπτω (αγγίζω)[1]
Ρήμα
επεξεργασίακαθάπτομαι (μόνο στον ενεστώτα)
- (αρχαιοπρεπές, λόγιο, με γενική) προσβάλλω, θίγω
- ⮡ Τέτοια σχόλια καθάπτονται της τιμής του πελάτη μου.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)