Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καθάπτω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
καθάπτω
<
αρχαία ελληνική
καθάπτω
Ρήμα
επεξεργασία
καθάπτω
(
παθητική φωνή
:
καθάπτομαι
)
(
αρχαιοπρεπές
)
συνάπτω
,
συνδέω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καθάπτω
→
δείτε
τις λέξεις
συνάπτω
και
συνδέω