Δείτε επίσης: αφή

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἁφή αἱ ἁφαί
      γενική τῆς ἁφῆς τῶν ἁφῶν
      δοτική τῇ ἁφ ταῖς ἁφαῖς
    αιτιατική τὴν ἁφήν τὰς ἁφᾱ́ς
     κλητική ! ἁφή ἁφαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἁφᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἁφαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἁφή < θέμα ἁφ- του ρήματος ἅπτω (δένω· ανάβω) (ἅπτομαι (ανάβω) +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἁφή, -ῆς θηλυκό

  1. το άγγιγμα
    1. η αφή (η αίσθηση)
    2. η κρούση των χορδών της άρπας
    3. η λαβή στην πάλη
  2. η ενέργεια με την οποία ανάβω κάτι
    περὶ λύχνων ἁφάς: την ώρα που ανάβουν τα λυχνάρια
  3. η άμμος που έριχναν στα κορμιά των αθλητών της πάλης
  4. ιατρική, για ασθένειες, ιδιαίτερα για τη λέπρα) η μόλυνση
  5. (ανατομία) η άρθρωση
  6. (μαθηματικά) τα κοινά σημεία δύο επιφανειών, η τομή

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ἅπτω

  Πηγές επεξεργασία