'

Δείτε επίσης: αὔω

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀνάπτω < ἀνά + ἅπτω

  Ρήμα επεξεργασία

ἀνάπτω

  1. δένω στέρεα πάνω ή σε ένα πράγμα
  2. αφιερώνω σε ναό, αποδίδω
  3. (μεταφορικώς) συνδέω, προσάπτω
  4. ανάβω