προσκολλημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- προσκολλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσκολλώ
Μετοχή
επεξεργασία
προσκολλημένος, -η, -ο
- που έχει προσκολληθεί σε κάτι
- που είναι κολλημένος συναισθηματικά σε κάτι