ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συμφόρησῐς αἱ συμφορήσεις
      γενική τῆς συμφορήσεως τῶν συμφορήσεων
      δοτική τῇ συμφορήσει ταῖς συμφορήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν συμφόρησῐν τὰς συμφορήσεις
     κλητική ! συμφόρησῐ συμφορήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συμφορήσει
γεν-δοτ τοῖν  συμφορησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμφόρησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική συμφορέω / συμφορῶ, συμφορη- + -σις < συμ- + [[

φορέω#Αρχαία ελληνικά (grc)| φορέω]] / φορῶ

ΑΠΟΓΟΝΟΙ: (καθαρεύουσα) συμφόρησις νέα ελληνικά: συμφόρηση με διαφορετική σημασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συμφόρησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία