συμφέρων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | συμφέρων & συμφέροντας |
η | συμφέρουσα | το | συμφέρον |
γενική | του | συμφέροντος & συμφέροντα |
της | συμφέρουσας & συμφερούσης* |
του | συμφέροντος |
αιτιατική | τον | συμφέροντα | τη | συμφέρουσα | το | συμφέρον |
κλητική | συμφέρων & συμφέροντα |
συμφέρουσα | συμφέρον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | συμφέροντες | οι | συμφέρουσες | τα | συμφέροντα |
γενική | των | συμφερόντων | των | συμφερουσών | των | συμφερόντων |
αιτιατική | τους | συμφέροντες | τις | συμφέρουσες | τα | συμφέροντα |
κλητική | συμφέροντες | συμφέρουσες | συμφέροντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συμφέρων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμφέρων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος συμφέρω
Μετοχή
επεξεργασίασυμφέρων, -ουσα, -ον
- που συμφέρει οικονομικά, ηθικά, πρακτικά
- ⮡ Οι όροι δεν ήταν συμφέροντες για την Ελλάδα και τελικά η συμφωνία ναυάγησε
- ⮡ Βρήκαμε την πρόταση συμφέρουσα αλλά δεν το δείξαμε για να διαπραγματευθούμε κι άλλο
Άλλες μορφές
επεξεργασία- συμφέροντας (με νεότερες καταλήξεις)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συμφέρων
Πηγές
επεξεργασία- συμφέρων - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας