ασύμφορος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασύμφορος < αρχαία ελληνική ἀσύμφορος και ἀξύμφορος < α- στερητικό και συμφέρω
Επίθετο
επεξεργασίαασύμφορος, -η, -ο
- που δεν είναι συμφέρων, αντίκειται στα συμφέροντα κάποιου, δεν είναι προς το συμφέρον του, δεν του εξασφαλίζει κέρδος ή άλλα οφέλη, δεν τον ευνοεί στον οικονομικό ή άλλους τομείς διαπραγμάτευσης, είναι απρόσφορος, ανωφελής
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασύμφορος