Ετυμολογία

επεξεργασία
συμφεροντολόγος < συμφέρον, συμφεροντ- + -ο- + -λόγος [1]

  Επίθετο

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμφεροντολόγος η συμφεροντολόγα
συμφεροντολόγος
το συμφεροντολόγο
      γενική του συμφεροντολόγου της συμφεροντολόγας
συμφεροντολόγου
του συμφεροντολόγου
    αιτιατική τον συμφεροντολόγο τη συμφεροντολόγα
συμφεροντολόγο
το συμφεροντολόγο
     κλητική συμφεροντολόγε συμφεροντολόγα
συμφεροντολόγε
συμφεροντολόγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμφεροντολόγοι οι συμφεροντολόγες
συμφεροντολόγοι
τα συμφεροντολόγα
      γενική των συμφεροντολόγων των συμφεροντολόγων των συμφεροντολόγων
    αιτιατική τους συμφεροντολόγους τις συμφεροντολόγες
συμφεροντολόγους
τα συμφεροντολόγα
     κλητική συμφεροντολόγοι συμφεροντολόγες
συμφεροντολόγοι
συμφεροντολόγα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

συμφεροντολόγος, -α/ος, -ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συμφεροντολόγος οι συμφεροντολόγοι
      γενική του συμφεροντολόγου των συμφεροντολόγων
    αιτιατική τον συμφεροντολόγο τους συμφεροντολόγους
     κλητική συμφεροντολόγε συμφεροντολόγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

συμφεροντολόγος αρσενικό (θηλυκό συμφεροντολόγα)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις συμφέρον και λόγος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία