Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμφεροντολογικός η συμφεροντολογική το συμφεροντολογικό
      γενική του συμφεροντολογικού της συμφεροντολογικής του συμφεροντολογικού
    αιτιατική τον συμφεροντολογικό τη συμφεροντολογική το συμφεροντολογικό
     κλητική συμφεροντολογικέ συμφεροντολογική συμφεροντολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμφεροντολογικοί οι συμφεροντολογικές τα συμφεροντολογικά
      γενική των συμφεροντολογικών των συμφεροντολογικών των συμφεροντολογικών
    αιτιατική τους συμφεροντολογικούς τις συμφεροντολογικές τα συμφεροντολογικά
     κλητική συμφεροντολογικοί συμφεροντολογικές συμφεροντολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμφεροντολογικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

συμφεροντολογικός

  • που εξυπηρετεί το συμφέρον

  Μεταφράσεις επεξεργασία