Δείτε επίσης: AD
      ενικός         πληθυντικός  
ad ads

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ad (en)

  1. διαφήμιση
      All advertising must be prepaid quarterly before the ad is run on the screen[1]
    «Όλες οι διαφημίσεις πρέπει να προπληρώνονται κατά 25% πριν από την προβολή της διαφήμισης στην οθόνη»
     δείτε τη λέξη adware
  2. αγγελία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ad (en)

ad (en)

  • σε (κυρίως σε στερεότυπες λατινικές φράσεις)

Αναφορές

επεξεργασία



Ουσιαστικό

επεξεργασία

ad (az)

  1. το όνομα
  2. το ουσιαστικό

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Σύνδεσμος

επεξεργασία



Ουσιαστικό

επεξεργασία

ad (sr)

  • λατινική γραφή του ад



Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ad (tr)

  1. το όνομα
    adın ne? - ποιο είναι το όνομά σου;
    adım ... - το όνομά μου είναι ...
  2. το ουσιαστικό

Συνώνυμα

επεξεργασία