ενικός         πληθυντικός  
advertisement advertisements

  Ετυμολογία

επεξεργασία
advertisement < άμεσο δάνειο από τη μέση γαλλική advertissement (δήλωση που εφιστά την προσοχή). Συγκρίνετε με τη γαλλική avertissement (προειδοποίηση). Μορφολογικά αναλύεται σε advertise + -ment. (μαρτυρείται από το 15ο αιώνα)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ədˈvɜː.tɪs.mənt/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /æd.vɝːˈtaɪz.mənt/ (ΗΠΑ)
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: ad‐ver‐tise‐ment

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

advertisement (en)

  1. η διαφήμιση, οποιοδήποτε οπτικό ή ηχητικό μέσο με το οποίο γίνεται η διαφήμιση
    ⮡  TV has a lot of advertisements.
    Η τηλεόραση έχει πολλές διαφημίσεις.
    ⮡  Too many ads wear out the TV viewer.
    Οι πολλές διαφημίσεις κουράζουν τον τηλεθεατή.
    ⮡  We put an advertisement in the paper.
    Βάλαμε μια αγγελία στην εφημερίδα.
  2. η καλή ένδειξη, το καλό παράδειγμα, παράδειγμα κάτι που δείχνει τις καλές του ιδιότητες
    ⮡  It’s an advertisement for the way in which sustainable solutions can be found.
    Είναι καλό παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να βρεθούν βιώσιμες λύσεις.
  3. (μη μετρήσιμο) η διαφήμιση, η ενέργεια του διαφημίζω
    ⮡  The advertisement of cigarettes on TV is prohibited.
    Απαγορεύεται η διαφήμιση των τσιγάρων στην τηλεόραση.
     συνώνυμα: advertising

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. advertisement - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)