Δείτε επίσης: ἐφιστῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

εφιστώ (αόριστος: επέστησα· απαρέμφατο αορίστου: επιστήσει)

  • ειδοποιώ κάποιον, τον κάνω να προσέξει κάτι
      Εκεί, ο Ιταλός ιστορικός (…), ο φλογερός υπερασπιστής του χριστιανικού πολιτισμού, εισχώρησε βαθύτερα το βλέμμα του νικητή στην πραγματικότητα, για να τους επιστήσει την προσοχή για το γεγονός ότι η κομμουνιστική ουτοπία είναι ακόμα ζωντανή στον δυτικό πολιτισμό, σε μέσα ενημέρωσης, στην πολιτική. (www.efsyn.gr, 14.02.2020)

Μεταφράσεις

επεξεργασία