ἐφιστῶ
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ἐφιστῶ < αρχαία ελληνική ἐφιστῶ
ΡήμαΕπεξεργασία
ἐφιστῶ
- (καθαρεύουσα) πολυτονική γραφή της λέξης εφιστώ
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
ἐφιστῶ
- (ελληνιστική κοινή) συνηρημένη μορφή του ἐφιστάω