Δείτε επίσης: Ουτοπία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ουτοπία οι ουτοπίες
      γενική της ουτοπίας των ουτοπιών
    αιτιατική την ουτοπία τις ουτοπίες
     κλητική ουτοπία ουτοπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ουτοπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική utopia < αρχαία ελληνική οὐ + τόπος (από το έργο του Thomas More Utopia)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ουτοπία θηλυκό

  1. φανταστικός κόσμος ή κοινωνία, όπου όλα λειτουργούν αρμονικά και τέλεια
  2. ένα μη πραγματοποιήσιμο ιδανικό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

Στις «Όρνιθες». του Αριστοφάνη υμνείται η ιλαρότητα της αναζήτησης μιας ουτοπίας. Πιστεύει στην ουτοπία ενός κόσμου χωρίς πάθη, μίση και πολέμους.

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία