ουτοπικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ουτοπικά < ουτοπικ(ός) + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαουτοπικά
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ουτοπία
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαουτοπικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ουτοπικός