ρεαλισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρεαλισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική réal(isme) + -ισμός[1] < λατινική realis < res < πρωτοϊταλική *reis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *reh₁ís
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾe.a.liˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρε‐α‐λι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρεαλισμός αρσενικό
- η στάση κατά την οποία κάποιος αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα και τους περιορισμούς που αυτή θέτει και προσαρμόζει ανάλογα τις επιδιώξεις του
- (τέχνη) καλλιτεχνικό ρεύμα (κυρίως της λογοτεχνίας και των εικαστικών τεχνών) που αποσκοπεί στην πιστή απόδοση (περιγραφή, απεικόνιση) της πραγματικότητας
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ρεάλ, ρεάλι
- ρεαλιστής & σύνθετα
- ρεαλιστικά (επίρρημα)
- ρεαλιστικός & σύνθετα
- ρεαλίστρια & σύνθετα
Σύνθετα επεξεργασία
- αντιρεαλιστικός & συγγενικά
- νεορεαλισμός & συγγενικά
- σουρεαλισμός & συγγενικά
- υπερρεαλισμός & συγγενικά
- ρεάλ πολιτίκ / ρεαλπολιτίκ
- φωτορεαλισμός & συγγενικά
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ρεαλισμός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρεαλισμός
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ρεαλισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- ρεαλισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ρεαλισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Λέξεις με ρεαλ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)