Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʁe.a.lism/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
réalisme réalismes

réalisme (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία