Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʁe.a.li.zabl/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
réalisable réalisables

réalisable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που μπορεί να μετατραπεί πολύ γρήγορα σε ρευστό χρήμα, ρευστοποιήσιμος
  2. πραγματοποιήσιμος, εφικτός, υλοποιήσιμος, κατορθωτός

Συγγενικά

επεξεργασία