Ετυμολογία

επεξεργασία
réalisateur < réalis(er) + κατάληξη αρσενικών -ateur

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʁe.a.li.za.tœʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό réalisateur réalisateurs
θηλυκό réalisatrice réalisatrices

réalisateur (fr) αρσενικό (θηλυκό réalisatrice)

  1. αυτός που φέρνει σε πέρας ένα έργο, που δημιουργεί κάτι
     συνώνυμα: créateur
  2. αυτός που πραγματοποιεί κάτι, που κάνει κάτι αποτελεσματικό
  3. ο σκηνοθέτης ταινιών
  4. ο ραδιοφωνικός παραγωγός

Συγγενικά

επεξεργασία