Ετυμολογία

επεξεργασία
réalisatrice < réalis(er) + κατάληξη θηλυκών -atrice

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʁe.a.li.za.tʁis/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
réalisatrice réalisatrices

réalisatrice (fr) θηλυκό (αρσενικό réalisateur)