Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιμελήτρια οι επιμελήτριες
      γενική της επιμελήτριας των επιμελητριών
    αιτιατική την επιμελήτρια τις επιμελήτριες
     κλητική επιμελήτρια επιμελήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιμελήτρια < επιμελητής + -τρια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιμελήτρια θηλυκό

  1. η γυναίκα που έχει αναλάβει να φροντίσει την αρτιότερη τεχνική και αισθητική εμφάνιση κάποιου έργου
    επιμελήτρια της έκδοσης
  2. η μαθήτρια που αναλαμβάνει εκ περιτροπής με τους υπόλοιπους συμμαθητές της να προσέχει την αίθουσα κατά τη διάρκεια του διαλείμματος
    επιμελήτρια της τάξης αυτή την εβδομάδα είναι η Μαρία
  3. γιατρός νοσοκομείου, η οποία έχει ασκηθεί στην ειδικότητά της για συγκεκριμένο διάστημα και προΐσταται συγκεκριμένου τομέα
    η επιμελήτρια της παιδοχειρουργικής

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία