επιμελητεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιμελητεία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιμελητεία, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική intendance [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.me.liˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐με‐λη‐τεί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπιμελητεία θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) η διοικητική μέριμνα για τον εφοδιασμό στρατιωτικού σώματος με τρόφιμα ή / και πολεμοφόδια
- (στρατιωτικός όρος, παρωχημένο) το σχετικό κλιμάκιο που αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει αυτή την υποχρέωση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επιμελητεία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ επιμελητεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας