πολεμοφόδια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | πολεμοφόδια | ||
γενική | των | πολεμοφόδιων & πολεμοφοδίων | ||
αιτιατική | τα | πολεμοφόδια | ||
κλητική | πολεμοφόδια | |||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπολεμοφόδια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα εφόδια, ο εξοπλισμός, κυρίως σε πυρομαχικά, που χρειάζονται για τον πόλεμο