Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εφοδιαστική οι εφοδιαστικές
      γενική της εφοδιαστικής των εφοδιαστικών
    αιτιατική την εφοδιαστική τις εφοδιαστικές
     κλητική εφοδιαστική εφοδιαστικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εφοδιαστική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου εφοδιαστικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική logistics)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εφοδιαστική θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία