εφοδιαστική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εφοδιαστική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου εφοδιαστικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική logistics)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεφοδιαστική θηλυκό
- (οικονομία) που έχει σχέση με την αποθήκευση, μεταφορά ή διανομή εμπορευμάτων και αγαθών καθώς και με τη διαχείριση των σχετικών πληρωμών