εφοδιαστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εφοδιαστικός < εφοδιάζω + -τικός < αρχαία ελληνική ἐφοδιάζω
Επίθετο επεξεργασία
εφοδιαστικός
Συγγενικά επεξεργασία
- εφοδιαστική
- → δείτε τη λέξη εφοδιάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εφοδιαστικός